- ἐφετμή
- ἐφ-ετμή (ἐφίημι): command, behest, mostly in pl. (Il. and Od. 4.353).
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εφετμή — ἐφετμή, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) 1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.) 2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ οὐ λήθετ ἐφετμέων παιδὸς… … Dictionary of Greek
ἐφετμῇ — ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῆι — ἐφετμῇ , ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμαῖς — ἐφετμή command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμαί — ἐφετμή command fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῆς — ἐφετμή command fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῇς — ἐφετμή command fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῇσι — ἐφετμή command fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμέων — ἐφετμή command fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμήν — ἐφετμή command fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)